Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατατοκεφτές ο [patatokeftés] Ο13 : είδος κεφτέ από βρασμένες και πολτοποιημένες πατάτες που τις ζυμώνουν με αυγά και τυρί.
[πατάτ(α) -ο- + κεφτές]