Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παταγώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παταγώδης -ης -ες [pataγóδis] Ε11 : που προκαλεί πάταγο, συνήθ. μτφ., για πολύ αρνητικό αποτέλεσμα ή για πολύ αρνητική εντύπωση: H αποτυ χία του ήταν ~. Παταγώδεις αποδοκιμασίες. παταγωδώς ΕΠIΡΡ: Στις εκλογές απέτυχε ~.

[λόγ. πάταγ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. éclatant· λόγ. παταγώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες