Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατήρ ο [patír] Ο γεν. πατρός, αιτ. πατέρα, κλητ. πάτερ, πληθ. πατέρες, γεν. πατέρων : 1. (λόγ.) πατέρας, ως τίτλος ή προσφώνηση κληρικού ή μοναχού: Ο ~ Iωάννης (συντομογρ. π.). Πάτερ Iωάννη· (πρβ. πάτερ). 2. (θεολ.) Πατήρ, το πρώτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδος: Πατήρ, Yιός και Άγιο Πνεύμα.
[λόγ.: 1: αρχ. πατήρ· 2: ελνστ. σημ.]