Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατέντα η [paténda] Ο25 : δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: Έχει πάρει πολλές πατέντες. Έχει την ~ για ένα σύστημα αυτόματου ποτίσματος. || (ως αστεϊσμός) αποκλειστικότητα σε κτ.: Aυτό το φαγητό είναι δική μου ~. (έκφρ.) βλάκας* με ~.
[ιταλ. patent(e) (θηλ.) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατεντάρω [patendáro] Ρ6α μππ. πατενταρισμένος : (οικ.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα.
[ιταλ. patentar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατεντάτος -η -ο [patendátos] Ε3 : (οικ., συνήθ. ειρ.) για κπ. ή για κτ. που θεωρείται, κατά γενική ομολογία, γνήσιος και αυθεντικός: Aυτός είναι ρωμιός ~.
[ιταλ. patentato -ς]