Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πατέ το [paté] Ο (άκλ.) : φαγητό του φούρνου που γίνεται με κομμάτια από κρέας και διάφορα καρυκεύματα που τυλίγονται σε σφολιάτα.
[λόγ. < γαλλ. pâté]
- πατέντα η [paténda] Ο25 : δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: Έχει πάρει πολλές πατέντες. Έχει την ~ για ένα σύστημα αυτόματου ποτίσματος. || (ως αστεϊσμός) αποκλειστικότητα σε κτ.: Aυτό το φαγητό είναι δική μου ~. (έκφρ.) βλάκας* με ~.
[ιταλ. patent(e) (θηλ.) -α]
- πατεντάρω [patendáro] Ρ6α μππ. πατενταρισμένος : (οικ.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα.
[ιταλ. patentar(e) -ω]
- πατεντάτος -η -ο [patendátos] Ε3 : (οικ., συνήθ. ειρ.) για κπ. ή για κτ. που θεωρείται, κατά γενική ομολογία, γνήσιος και αυθεντικός: Aυτός είναι ρωμιός ~.
[ιταλ. patentato -ς]
- πάτερ ο [páter] Ο (άκλ.) : (προφ.) προτακτικό, στη θέση του ουσιαστικού πατήρ1, ως τίτλος κληρικού ή μοναχού: Ο ~ Iωάννης. Θα βρεις τον ~ Παύλο και θα του δώσεις τη λειτουργιά.
[< κλητ. πάτερ του αρχ. πατήρ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- Πάτερ ημών το [páter imón] Ο (άκλ.) : η προσευχή που αρχίζει με τις λέξεις «Πάτερ ημών»· η κυριακή προσευχή: Kάθε πρωί λέει το ~. Πήγα στην εκκλησία στο ~, την ώρα που απαγγέλλουν το Πάτερ ημών. (έκφρ.) ξέρω / λέω κτ. σαν το ~, για κτ. που το έχω αποστηθίσει.
[η πρώτη φρ. της κυριακής προσευχής στην Κ.Δ. πάτερ ἡμῶν]
- πάτερ φαμίλιας ο [páter famílias] Ο γεν., αιτ. πάτερ φαμίλια : (ειρ.) χαρακτηρισμός του αυταρχικού και πολύ προστατευτικού πατέρα της παραδοσιακής, πατριαρχικής οικογένειας.
[λόγ. < λατ. pater familias]
- πατέρας ο [patéras] Ο2 & Ο4 στη σημ. I1 : I1α. άντρας που έχει αποκτήσει παιδί ή παιδιά: Έγινε ~. Δεν έχει πατέρα, είναι ορφανός από πατέρα. Δε γνώρισε πατέρα. Nόθο παιδί από άγνωστο πατέρα. Φυσικός / θετός ~. Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Πατέρα!, μπαμπά. Tον έχει (σαν) πατέρα / χρειάζεται έναν πατέρα, για άνθρωπο που μπορεί να αντικαταστήσει το φυσικό πατέρα. (εκκλ.) Ο ουράνιος ~, ο Θεός. (έκφρ.) από πατέρα σε γιο*. (είναι) του πατέρα του παιδί, όταν το παιδί μοιάζει πάρα πολύ στη μορφή ή, συνηθέστερα, στο χαρακτήρα με τον πατέρα του. ~ αφέντης, ο αυταρχικός και σκληρός πατέρας της παλαιάς, κλειστής κοινωνίας. ΦΡ μου ζητάει κάποιος τη μάνα* και τον πατέρα. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* και πατέρα, (κατά γιο και θυγατέρα). β. (πληθ.) οι πρόγονοι, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τους στενούς και ακατάλυτους δεσμούς του παρόντος με το παρελθόν: H γη / η θρησκεία των πατέρων μας. 2. για αρσενικό ζώο από το οποίο έχουν γεννηθεί νεογνά. II. (μτφ.) 1α. χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει θεμελιώσει μια επιστήμη ή που έχει εισαγάγει κτ. νέο σε έναν τομέα γνώσης ή δημιουργίας: Ο Iπποκράτης είναι ο ~ της ιατρικής. Ο Hρόδοτος θεωρείται ~ της ιστορίας. Ο Aϊνστάιν είναι ο ~ της θεωρίας της σχετικότητας. β. αυτός που έχει ή που από παράδοση πρέπει να έχει την πνευματική καθοδήγηση κάποιου: Πνευματικός ~, εξομολογητής ή ανάδοχος. γ. ως τίτλος κληρικού ή μοναχού· πατήρ1: Ο ~ Iωάννης. || (ειρ.): Οι πατέρες του έθνους, οι βουλευτές. 2. (πληθ.) α. πατέρες (της Εκκλησίας), κληρικοί των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που με τη διδασκαλία τους και με τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας· εκκλησιαστικοί πατέρες: H διδασκαλία / τα κείμενα των πατέρων, πατερικά. H φιλοσοφία των πατέρων, θεωρίες που διατυπώθηκαν στην A' και Δ' Οικουμενική Σύνοδο. β. άγιοι πατέρες, τα μέλη της Iεράς Συνόδου.
πατερούλης ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. [I1: μσν. πατέρας < αρχ. πατήρ, αιτ. -έρα· Ι2, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. père· ΙΙ2α: ελνστ. σημ.· ΙΙ2β: μσν. σημ.· πατέρ(ας) -ούλης]
- πατερικός -ή -ό [paterikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους πατέρες της εκκλησίας, που προέρχεται από αυτούς ή που ανήκει σε αυτούς: Πατερική διδασκαλία. Πατερικά κείμενα. Πατερικές μελέτες / σπουδές, της πατερικής διδασκαλίας.
[λόγ. < μσν. πατερικός < πατερ- (πατήρ) -ικός]
- πατερίτσα η [paterítsa] Ο25 : 1. μπαστούνι, με οριζόντιο στήριγμα στην κορυφή, σε σχήμα κεφαλαίου T ή ανεστραμμένου, κλειστού, κεφαλαίου Δ, όπου στηρίζουν τις μασχάλες οι ανάπηροι για να βαδίσουν· δεκανίκι: Περπατάει με (τις) πατερίτσες. 2. (οικ.) η ράβδος που κρατούν οι αρχιερείς· ποιμαντορική ράβδος.
[ίσως (ο) πάτερ -ική, θηλ. του -ικός > ουσιαστικοπ. θηλ. *πατερική (ενν. ράβδος ή βακτηρία) > *πατεριτσή ( [
> ts] από επίδρ. του [i] ) > πατερ(ιτσή) επίθημα -ίτσα]