Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατάτα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάτα η [patáta] Ο25 : 1. ετήσιο φυτό που καλλιεργείται για τους εδώδιμους κονδύλους που σχηματίζουν οι ρίζες του. 2. ο κόνδυλος του παραπάνω φυτού: Mικρές / μεγάλες / στρογγυλές πατάτες. Tρώω τις πατάτες βραστές / τηγανητές / στο φούρνο. Kάνω τις πατάτες πουρέ. Πατάτες τσιπς. 3. (μτφ., οικ.) α. χλευαστικά, για άτομο, συνήθ. για γυναίκα χοντρή, νωθρή και μαλθακή. β. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ ανόητο, άστοχο ή αποτυχημένο: ~ ήταν αυτή που είπε! ~ ήταν η ταινία που είδαμε. πατατούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. πατατάκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) λεπτά και μικρά κομμάτια πατάτας που τηγανίζονται.

[ιταλ. patata < ισπαν. patata από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής (τ. batata) (3: λόγ. σημδ. γαλλ. patate `μπουνταλάς, μανούρα΄)· πατάτ(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατατάλευρο το [patatálevro] Ο41 : σκόνη από πατάτες, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.

[λόγ. πατάτ(α) + άλευρον μτφρδ. γερμ. Kartoffelmehl]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάτας ο [patátas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χοντρού και δυσκίνητου.

[πατάτ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες