Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατάρι το [patári] Ο44 : 1. ημιώροφος που συνήθ. δεν καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ισόγειου χώρου, συνήθ. καταστήματος, αλλά που σχηματίζει ένα είδος εσωτερικού εξώστη. 2. αποθηκευτικός χώρος σε κατοικία, επάνω από το λουτρό, από το διάδρομο ή από άλλο βοηθητικό χώρο.
παταράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *πατάριον < αρχ. πάτ(ος) (στην ελνστ. σημ.: `πάτωμα΄) -άριον]