Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατάκι το [patáki] Ο44α : (οικ.) είδος μικρού χαλιού, με άγρια τρίχα σαν βούρτσα, όπου τρίβουν τις σόλες των παπουτσιών για να τις καθαρίσουν. || κομμάτι από χοντρό ύφασμα επάνω στο οποίο πατούν, για να γυαλίσουν ή για να μη λερώσουν το πάτωμα.
[πάτ(ος) -άκι (αρχική σημ.: `μισός πάτος παπουτσιού΄)]