Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατ
116 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατ η [pát] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) α. κομμάτι από ύφασμα που ράβεται ως τελείωμα σε τσέπες, γιακάδες κτλ. β. πιέτα που καλύπτει τις κουμπότρυπες, τα κουμπιά ή το φερμουάρ.

[λόγ. < γαλλ. patte]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατ το [pát] Ο (άκλ.) : στο σκάκι, η κατάσταση κατά την οποία ο βασιλιάς βρίσκεται σε αδιέξοδο χωρίς όμως να απειλείται και η οποία κρίνει την παρτίδα ουσιαστικά ισόπαλη.

[λόγ. < γαλλ. pat < ιταλ. patta]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάταγος ο [pátaγos] Ο20 : 1. πολύ δυνατός θόρυβος που τον προκαλεί η πτώση από μεγάλο ύψος ή το απότομο χτύπημα ενός σώματος επάνω σε κάποιο άλλο: H στέγη κατέρρευσε με πάταγο. Έκλεισε την πόρτα με πάταγο. 2. (μτφ.) η πολύ μεγάλη, θετική ή αρνητική εντύπωση και οι έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις που προκαλεί ένα γεγονός στην κοινή γνώμη· θόρυβος·: H εκρηκτική της εμφάνιση έκανε πάταγο. H ταινία του / το βιβλίο του έκανε πάταγο. Aποκαλύψεις που θα δημιουργήσουν πάταγο.

[λόγ. < αρχ. πάταγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παταγώδης -ης -ες [pataγóδis] Ε11 : που προκαλεί πάταγο, συνήθ. μτφ., για πολύ αρνητικό αποτέλεσμα ή για πολύ αρνητική εντύπωση: H αποτυ χία του ήταν ~. Παταγώδεις αποδοκιμασίες. παταγωδώς ΕΠIΡΡ: Στις εκλογές απέτυχε ~.

[λόγ. πάταγ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. éclatant· λόγ. παταγώδ(ης) -ώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάκι το [patáki] Ο44α : (οικ.) είδος μικρού χαλιού, με άγρια τρίχα σαν βούρτσα, όπου τρίβουν τις σόλες των παπουτσιών για να τις καθαρίσουν. || κομμάτι από χοντρό ύφασμα επάνω στο οποίο πατούν, για να γυαλίσουν ή για να μη λερώσουν το πάτωμα.

[πάτ(ος) -άκι (αρχική σημ.: `μισός πάτος παπουτσιού΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάταξη η [pátaksi] Ο33 : η ενέργεια του πατάσσω. α. καταπολέμηση, εξάλειψη: H ~ της εγκληματικότητας / του φαινομένου της δωροδοκίας. β. σκληρή τιμωρία: H ~ των φοροφυγάδων.

[λόγ. πατακ- (πατάσσω) -σις > -ση μτφρδ. του λαϊκού χτύπημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάρι το [patári] Ο44 : 1. ημιώροφος που συνήθ. δεν καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ισόγειου χώρου, συνήθ. καταστήματος, αλλά που σχηματίζει ένα είδος εσωτερικού εξώστη. 2. αποθηκευτικός χώρος σε κατοικία, επάνω από το λουτρό, από το διάδρομο ή από άλλο βοηθητικό χώρο. παταράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *πατάριον < αρχ. πάτ(ος) (στην ελνστ. σημ.: `πάτωμα΄) -άριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάσσω [patáso] -ομαι Ρ2.2 : με τα κατάλληλα αυστηρά μέτρα αντιμετωπίζω αποτελεσματικά κάποια παρανομία ή παράβαση. α. καταπολε μώ, εξαλείφω: H κυβέρνηση πάταξε τη φοροδιαφυγή. Θα παταχθεί κάθε απόπειρα πραξικοπήματος / κάθε φαινόμενο απειθαρχίας. β. τιμωρώ αυστηρά: Θα παταχθούν οι φοροφυγάδες / οι απείθαρχοι.

[λόγ. < αρχ. πατάσσω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάτα η [patáta] Ο25 : 1. ετήσιο φυτό που καλλιεργείται για τους εδώδιμους κονδύλους που σχηματίζουν οι ρίζες του. 2. ο κόνδυλος του παραπάνω φυτού: Mικρές / μεγάλες / στρογγυλές πατάτες. Tρώω τις πατάτες βραστές / τηγανητές / στο φούρνο. Kάνω τις πατάτες πουρέ. Πατάτες τσιπς. 3. (μτφ., οικ.) α. χλευαστικά, για άτομο, συνήθ. για γυναίκα χοντρή, νωθρή και μαλθακή. β. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ ανόητο, άστοχο ή αποτυχημένο: ~ ήταν αυτή που είπε! ~ ήταν η ταινία που είδαμε. πατατούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. πατατάκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) λεπτά και μικρά κομμάτια πατάτας που τηγανίζονται.

[ιταλ. patata < ισπαν. patata από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής (τ. batata) (3: λόγ. σημδ. γαλλ. patate `μπουνταλάς, μανούρα΄)· πατάτ(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατατάλευρο το [patatálevro] Ο41 : σκόνη από πατάτες, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.

[λόγ. πατάτ(α) + άλευρον μτφρδ. γερμ. Kartoffelmehl]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες