Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιάτικος -η -ο [pasxalátikos] Ε5 : που γίνεται, συμβαίνει το Πάσχα ή που ταιριάζει στην ημέρα ή στην περίοδο του Πάσχα· πασχαλινός: Tο πασχαλιάτικο τραπέζι, το φαγητό της ημέρας του Πάσχα.
πασχαλιάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που συμβαίνει άκαιρα την περίοδο του Πάσχα: Aρρώστησε / δουλεύει ~. [πασχαλ(ιά) -ιάτικος]