Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασχαλίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασχαλίτσα η [pasxalítsa] Ο25α : μικρό έντομο που έχει κόκκινο χρώμα με μαύρες βούλες.

[πασχαλ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες