Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχίζω [pasxízo] & πασκίζω [pas
ízo] Ρ2.1α : (οικ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις και με κάθε τρόπο να πετύχω κτ.: Πασχίζει όλη τη μέρα για να θρέψει τα παιδιά του. Πάσχισα να τον πείσω, μα δεν το κατάφερα. [-σκ-: μσν. πασχίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. πάσχ(ω) `υποφέρω΄ μεταπλ. -ίζω με βάση το ελνστ. ή μσν. συνοπτ. θ. πασχισ-· -σχ-: λόγ. επίδρ.]