Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχάλια τα [pasxála] Ο44α : μόνο στη ΦΡ χάνω τα αυγά* και τα ~.
[πληθ. του μσν. πασχάλιον (δες λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιά 1 η [pasxalá] Ο24 : (οικ.) η γιορτή του Πάσχα.
[μσν. πασχαλία (ενν. γιορτή, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πασχάλιος) με συνίζ. για αποφυ γή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιά 2 η : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά, ευωδιαστά, άσπρα ή μοβ λουλούδια, που ανθίζει την άνοιξη, την εποχή περίπου που γιορτά ζεται το Πάσχα.
[< πασχαλιά 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιάτικος -η -ο [pasxalátikos] Ε5 : που γίνεται, συμβαίνει το Πάσχα ή που ταιριάζει στην ημέρα ή στην περίοδο του Πάσχα· πασχαλινός: Tο πασχαλιάτικο τραπέζι, το φαγητό της ημέρας του Πάσχα.
πασχαλιάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που συμβαίνει άκαιρα την περίοδο του Πάσχα: Aρρώστησε / δουλεύει ~. [πασχαλ(ιά) -ιάτικος]