Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστός -ή -ό [pastós] Ε1 : για τρόφιμο, κυρίως για ψάρι ή για κρέας, που το έχουν παστώσει· αλίπαστος 1: ~ μπακαλιάρος. Παστές σαρδέλες. ΦΡ κάνω κπ. παστό (στο ξύλο), τον δέρνω πάρα πολύ. || (ως ουσ.) το παστό, τρόφιμο διατηρημένο σε αλάτι: Tα παστά είναι νόστιμα.
[αρχ. παστός]