Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστρεύω [pastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) καθαρίζω. α. απομακρύνω από ένα χώρο τη βρομιά: ~ το σπίτι. β. αφαιρώ τις φλούδες ή άλλα άχρηστα στοιχεία από λαχανικά, όσπρια κτλ.: ~ πατάτες / φασολάκια / φακές.
[μσν. παστρεύω < σπαστρεύω με ανομ. αποβ. του πρώτου [s] < *σπαρτεύω με επανάληψη του [s] της πρώτης συλλ. και μετάθ. του [r] < σπάρτ(ον) (που χρησιμοποιόταν για σκούπισμα) -εύω]