Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστουρμάς ο [pasturmás] & παστρουμάς ο [pastrumás] Ο1 : κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με διάφορα καρυκεύματα και το καλύπτουν με τσιμένι. ΠAΡ Δε φοβάται ο ~ τ΄ αλάτι*.
[τουρκ. pastιrma -ς· μετάθ. του [r] ]