Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστερίωση η [pasteríosi] Ο33 : μέθοδος βραχείας συντήρησης, κατά την οποία ορισμένα τρόφιμα, κυρίως το γάλα και οι χυμοί φρούτων, θερμαίνονται σε θερμοκρασία χαμηλότερη από 100Φ, στη συνέχεια ψύχονται και συσκευάζονται αεροστεγώς· (πρβ. αποστείρωση).
[λόγ. παστεριω- (δες παστεριώνω) -σις > -ση]