Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παστέλ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παστέλ το [pastél] Ο (άκλ.) : (ζωγρ.) 1. είδος χρωματιστής, μαλακής κιμωλίας που δίνει απαλούς και θαμπούς χρωματισμούς επάνω σε πορώδεις επιφάνειες από χαρτόνι, λινάτσα ή άλλα παρόμοια υλικά. || (ως επίθ.): Xρώματα ~, απαλά και φωτεινά. Ροζ ~. 2α. τεχνική ζωγραφικής με χρώματα παστέλ που απλώνονται (τρίβονται) με τα δάχτυλα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απαλές φωτοσκιάσεις. β. ζωγραφικό έργο που έγινε με την παραπάνω τεχνική.

[λόγ. < γαλλ. pastel < ιταλ. pastello]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παστέλι το [pastéli] Ο44 : είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι που τα βράζουν ώσπου να σχηματιστεί ένα συμπαγές σώμα που, αφού κρυώσει, το κόβουν σε κομμάτια.

[μσν. παστέλι(ο)ν < παλ. ιταλ. αρσ. pastello, πληθ. pastelli που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες