Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασσαλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασσαλώνω [pasalóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ πασσάλους στο έδαφος, στηρίζω ή φράζω κτ. με πασσάλους.

[λόγ. < ελνστ. πασσαλ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες