Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασπαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασπαλίζω [paspalízo] -ομαι Ρ2.1 : καλύπτω μια επιφάνεια με πολύ λεπτό στρώμα από σκόνη, κόκκους κτλ. ορισμένης στερεάς ουσίας: ~ το κέικ / τις τηγανίτες με ζάχαρη. Tαψί αλειμμένο με βούτυρο και πασπαλισμένο με αλεύρι.

[πασπάλ(η) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες