Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασαρέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαρέλα η [pasaréla] Ο25 : ειδική εξέδρα για την επίδειξη των νέων μοντέλων στον τομέα της μόδας: Tα μανεκέν διασχίζουν με χάρη την ~.

[βεν. *passarella (ιταλ. passerella) `εξωτερικό μέρος της σκηνής όπου παρελαύνουν οι ηθοποιοί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες