Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασαλείφω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαλείφω [pasalífo] -ομαι & πασαλείβω [pasalívo] -ομαι Ρ4 : 1α. αλείφω πρόχειρα ή άτεχνα μια επιφάνεια, ιδίως βάφοντάς την: Ο ελαιοχρωματιστής πασάλειψε τους τοίχους κι έφυγε. Mαλλιά πασαλειμμένα με μπριγιαντίνη. Πασαλείβει το πρόσωπό της / πασαλείβεται όλη μέρα, μακιγιάρεται. || (επέκτ., ειρ. για ζωγραφική): Πασαλείβει μουσαμάδες. β. λερώνω μια επιφάνεια με κτ.: Πασάλειψε τα χέρια του με μελάνη / τα χείλη του με σοκολάτα. 2. (μτφ.) κάνω κτ. βιαστικά, πρόχειρα ή επιπόλαια κι επομένως όχι σωστά: Όλα τα πασαλείφει, τίποτα δεν κάνει όπως πρέπει. || ιδίως για πνευματική δραστηριότητα: Πασάλειψε τα μαθήματά του και νομίζει ότι είναι διαβασμένος. Είναι πασαλειμμένος με μοντέρνες ιδέες.

[ελνστ. πισσαλοιφῶ `αλείφω με πίσσα΄ > *πασαλοιφώ (υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) > πασαλείφω παρετυμ. αλείφω· μεταπλ. κατά το αλείφω > αλείβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες