Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασαλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαλίκι το [pasalíki] Ο44 : 1. (ιστ.) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας: Tο ~ των Tρικάλων / της Θεσσαλονίκης. 2. το αξίωμα, η ιδιότητα του πασά: Ο σουλτάνος δίνει / αφαιρεί το ~.

[τουρκ. paşalιk ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες