Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασίδηλος -η -ο [pasíδilos] Ε5 : (λόγ.) ολοφάνερος. || (νομ., ως ουσ.) το πασίδηλο, για γεγονός που είναι τόσο γνωστό, ώστε να εξαιρείται από την αποδεικτική διαδικασία.
[λόγ. < ελνστ. πασίδηλος]