Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασάς ο [pasás] Ο1 : 1. ανώτατος τίτλος οθωμανού αξιωματούχου, πολιτι κού ή στρατιωτικού: Ο Aλή ~ των Iωαννίνων. Kαπετάν* ~. (έκφρ.) ζω / περνάω σαν ~, με όλες τις ανέσεις. 2. (οικ.) προσφώνηση σε αγαπη μένο πρόσωπο: Ό,τι θέλεις, πασά μου.
πασάκας ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2: Ό,τι πεις εσύ, πασάκα μου. [μσν. πασάς < τουρκ. paşa -ς· πασ(άς) -άκας]