Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασάρω [pasáro] -ομαι Ρ6 : 1. μεταβιβάζω την μπάλα ή ανάλογο αντικείμενο σε συμπαίκτη: Ο αμυντικός πάσαρε στον έξω δεξιά κι αυτός έβαλε γκολ. 2. (λαϊκ.) α. δίνω ή μεταβιβάζω κτ. σε κπ.: Πάσαρέ μου την τράπουλα για να μοιράσω / ένα τσιγάρο. Διάβασε αυτό το χαρτί κι ύστερα να το πασάρεις στο διπλανό σου. || ιδίως για κτ. κακό ή ανεπιθύμητο: Mου πάσαραν ένα κάλπικο πεντοχίλιαρο. β. λέω κτ. σε κπ.: Tου πάσαρε ένα σωρό ψέματα / δικαιολογίες. γ. βοηθώ, διευκολύνω κπ. να αποκτήσει ή να πετύχει κτ.: Aν δε σ΄ αρέσει αυτή η δουλειά, πάσαρέ την σε μένα. Ύστερα από τον εαυτό της του πάσαρε την κόρη της.
[ιταλ. passar(e) -ω]