Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασάλειμμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασάλειμμα το [pasálima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 1α. πρόχειρο ή άτεχνο άλειμμα μιας επιφάνειας ιδίως με βαφή: ~ του τοίχου / των μαλλιών. Επιμένει να δεχόμαστε τα πασαλείμματά του για ζωγραφική. β. λέρωμα μιας επιφάνειας: ~ των χεριών / των ρούχων με λάσπες. 2. (μτφ.) βιαστική, πρόχειρη ή επιπόλαιη εργασία ή γενικά ενέργεια: ~ των μαθημάτων. Δεν μπορείς να τελειώσεις το πανεπιστήμιο με πασαλείμματα. || το σχετικό αποτέλεσμα: Ένα ~ με μοντέρνες ιδέες. ~ γλωσσομάθειας. Πασαλείμματα!, ως χαρακτηρισμός.

[πασαλείφ(ω) ή πασαλείβ(ω) -μα με αποβ. του χειλοδοντικού πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες