Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόρμηση η [parórmisi] Ο33 : ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, έντονη και ισχυρή τάση που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης: Εσωτερική ~. Mια ξαφνική ~. Ενήργησε από ~.
[λόγ. < αρχ. παρόρμη(σις) `παρακίνηση΄ -ση σημδ. γαλλ. impulsion]