Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρόνομα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρόνομα το [parónoma] Ο49 : (παρωχ.) επώνυμο.

[λόγ. παρ(α)- 1 όνομα μτφρδ. λατ. cognomen]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1 : παραλλάζω το όνομα κάποιου, τον ονομάζω με παρατσούκλι, του δίνω ένα παρατσούκλι.

[λόγ. < ελνστ. παρονομάζω `χρησιμοποιώ μικρή αλλαγή του ονόματος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρονομασία η [paronomasía] Ο25 : λογοπαίγνιο ή ρητορικό σχήμα που στηρίζεται στην ομοηχία των λέξεων ή στην παραπλήσια σημασία τους.

[λόγ. < ελνστ. παρονομασία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρονομαστής ο [paronomastís] Ο7 : (μαθημ.) ο όρος του κλάσματος που γράφεται κάτω από την κλασματική γραμμή και δηλώνει σε πόσα μέ ρη έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα: Όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρονομαστή, το κλάσμα είναι μικρότερο από τη μονάδα. Kοινός ~, σε δύο ή περισσότερα κλάσματα και μτφ. για το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. ΦΡ στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο: Είμαστε / καταλή ξαμε στον ίδιο παρονομαστή.

[λόγ. παρ(α)- 1 ελνστ. ὀνομαστής `που καθο ρίζει νομικό τίτλο΄ (μτφρδ. λατ. nominator) μτφρδ. γαλλ. dénomi nateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες