Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόν το [parón] Ο52 : το τμήμα του χρόνου το οποίο βιώνει κάποιος είτε ως συγκεκριμένη στιγμή είτε ως ολόκληρη περίοδο, σε αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον· (πρβ. παρών): Tο ~ και το μέλλον του έθνους. Zει μόνο το ~, χωρίς να τον απασχολεί το μέλλον. (έκφρ.) προς το ~: α. όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Aυτές τις πληροφορίες έχουμε προς το ~. β. προσωρινά: Bολέψου με αυτά προς το ~ και μετά βλέπουμε. επί του παρόντος, όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Επί του παρόντος είναι άνεργη. (δεν) είναι του παρόντος, για κτ. άκαιρο, που δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει: H συζήτηση αυτή δεν είναι του παρόντος.
[λόγ. < αρχ. παρόν `αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, παρούσα κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. présent]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόνομα το [parónoma] Ο49 : (παρωχ.) επώνυμο.
[λόγ. παρ(α)- 1 όνομα μτφρδ. λατ. cognomen]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1 : παραλλάζω το όνομα κάποιου, τον ονομάζω με παρατσούκλι, του δίνω ένα παρατσούκλι.
[λόγ. < ελνστ. παρονομάζω `χρησιμοποιώ μικρή αλλαγή του ονόματος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρονομασία η [paronomasía] Ο25 : λογοπαίγνιο ή ρητορικό σχήμα που στηρίζεται στην ομοηχία των λέξεων ή στην παραπλήσια σημασία τους.
[λόγ. < ελνστ. παρονομασία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρονομαστής ο [paronomastís] Ο7 : (μαθημ.) ο όρος του κλάσματος που γράφεται κάτω από την κλασματική γραμμή και δηλώνει σε πόσα μέ ρη έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα: Όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρονομαστή, το κλάσμα είναι μικρότερο από τη μονάδα. Kοινός ~, σε δύο ή περισσότερα κλάσματα και μτφ. για το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. ΦΡ στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο: Είμαστε / καταλή ξαμε στον ίδιο παρονομαστή.
[λόγ. παρ(α)- 1 ελνστ. ὀνομαστής `που καθο ρίζει νομικό τίτλο΄ (μτφρδ. λατ. nominator) μτφρδ. γαλλ. dénomi nateur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παροντικός -ή -ό [parondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το παρόν. || (γραμμ.) παροντικοί χρόνοι, ο ενεστώτας και ο παρακείμενος.
[λόγ. παροντ- (παρόν) -ικός]