Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόμοιος -α -ο [parómios] Ε6 : που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κτ. άλλο, που είναι σχεδόν ή περίπου όμοιος με κτ. άλλο: Σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έχουμε παρόμοια γούστα. Παρόμοια μέθοδος / δουλειά. ||
και τα παρόμοια, ως έκφραση περιληπτικής διατύπωσης: Tο κολύμπι, η κωπηλασία και τα παρόμοια. (έκφρ.)
και άλλα ηχηρά* παρόμοια.
παρόμοια ΕΠIΡΡ: Εκφράστηκε / ενήργησε κάπως ~. παρομοίως ΕΠIΡΡ συνήθ. απόλυτα, ως απάντηση που επιβεβαιώνει κτ. ή καταφάσκει σε κτ.: Xρόνια πολλά! -~! [λόγ. < αρχ. παρόμοιος, παρομοίως]