Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόλο [parólo] : με το που ή με το ότι· αντιθετική συνδεσμική έκφραση σε υποτακτική σύνδεση· εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις και εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης που ο ομιλητής θεωρεί πραγματικό· αν και, μολονότι: Όλοι τον θαύμαζαν, ~ που δεν του άξιζε. Tον προσέλαβαν ~ που δεν το είχε επιδιώξει. || ~ ότι τα έσοδά τους είναι περιορισμένα, ξοδεύουν πολλά.
[λόγ. φρ. παρά + όλο(ν) με αποφυγή της χασμ., μτφρδ. γαλλ. malgré tout]