Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρωχημένος -η -ο [paroximénos] Ε3 : που ανήκει στο παρελθόν: Ο ιστορικός μελετά παρωχημένες εποχές. || (γραμμ.) Παρωχημένη λέξη / έκφραση. Παρωχημένη σημασία / χρήση μιας λέξης, που υπήρχε παλαιότερα. || (γραμμ.) ~ χρόνος, συντελεσμένος.
[λόγ. < αρχ. παρῳχημένος (γραμμ.: ελνστ. σημ.)]