Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρωτίτιδα η [parotítiδa] Ο28 : (ιατρ.) λοιμώδες νόσημα που εκδηλώνεται κυρίως ως φλεγμονή των σιελογόνων αδένων, ιδίως της παρωτίδας: Επιδημική ~. Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της παρωτίτιδας. Tο εμβόλιο (κατά) της παρωτίτιδας.
[λόγ. < γαλλ. parotitide < parot(ide) = παρωτ(ίδα) -itide = -ίτιδα]