Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρωτίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρωτίδα η [parotíδa] Ο26 : (ανατ.) μεγάλος σιελογόνος αδένας που βρίσκεται κοντά στον έξω ακουστικό πόρο.

[λόγ. < γαλλ. parotide (στη νέα σημ.) < ελνστ. παρωτίς, αιτ. -ίδα `όγκος της παρωτίδας, λοβός του αυτιού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες