Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρυφή η [parifí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : η άκρη κάθε πράγματος, ιδίως μιας έκτασης: Στις παρυφές του δάσους / της κοιλάδας / του χωριού. Πλήθος από παράνο μα κτίσματα υπάρχουν στις παρυφές της πόλης μας.
[λόγ. < ελνστ. παρυφή `μπορντούρα ρούχου΄ σημδ. γαλλ. bordure]