Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρτέρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτέρι το [partéri] Ο44 : μικρό τμήμα του εδάφους σε κήπο, αυλή ή πάρκο, που είναι χωρισμένο από την υπόλοιπη έκταση και χρησιμοποιείται για καλλιέργεια μικρών φυτών ιδίως καλλωπιστικών: Ένα ~ με λουλούδια. Σκαλίζει / ποτίζει τα παρτέρια.

[γαλλ. parterr(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες