Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρτάλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτάλι το [partáli] Ο44 : (προφ.) το κουρέλι. || (μειωτ.) για ρούχο: Bγάλ΄ τα αυτά τα παρτάλια από πάνω σου.

[τουρκ. partal ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες