Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρουσιαστικό το [parusiastikó] Ο38 : η συνολική εξωτερική εμφάνιση ενός προσώπου: Επιβλητικό / ωραίο / αστείο ~. Tο ~ της δεν είναι καθό λου άσχημο.
[λόγ. παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τικόν, ουδ. του -τικός]