Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παροξύνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροξύνω 1 [paroksíno] -ομαι Ρ8.1 : οξύνω 1.

[λόγ. < αρχ. παροξύνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροξύνω 2, -ομαι : (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) τονίζω μια λέ ξη στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) τονίζω μια λέξη στην παραλήγουσα με οξεία (όχι με περισπωμένη).

[λόγ. < ελνστ. παροξύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες