Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παροιμιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροιμιακός -ή -ό [parimiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παροιμία: Παροιμιακή φράση, φράση που λέχτηκε ή γράφτηκε για ορισμένη περίπτωση και που χρησιμοποιείται έκτοτε ευρύτερα για άλλες λίγο ή πολύ παρόμοιες περιπτώσεις. Παροιμιακές φράσεις από την Aγία Γραφή. Παροιμιακή έκφραση.

[λόγ. < ελνστ. παροιμιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες