Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παροικώ [parikó] Ρ10.9α : κατοικώ μόνιμα σε μία ξένη χώρα ως πάροικος, χωρίς δηλαδή να έχω σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. παροικῶ `μένω προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `κατοικώ πλάι΄]