Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παροδικός -ή -ό [paroδikós] Ε1 : που εμφανίζεται, που υπάρχει ή που διαρκεί για περιορισμένο χρόνο και κατόπιν χάνεται· που έχει περιορισμένη διάρκεια: Παροδικά φαινόμενα. Παροδική εμφάνιση. Ήταν ένας ~ πόνος. Παροδική αμνησία. Παροδική οικονομική κρίση. Παροδική βελτίωση του καιρού. Παροδική μπόρα.
παροδικά & (λόγ.) παροδικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παροδικός, παροδικῶς]