Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρκετάρω [parketáro] Ρ6α μππ. παρκεταρισμένος : αλείφω ένα δάπεδο, συνήθ. ξύλινο, με παρκετίνη και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα.
[παρκέτ(ο < ιταλ. parchetto < γαλλ. parquet) -άρω]