Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρκάρω [parkáro] -ομαι & παρκέρνω [par
érno] -ομαι Ρ6 : σταθμεύω ένα όχημα σε μια θέση, εκτελώντας τους κατάλληλους ελιγμούς: Πού έχεις παρκάρει; Ψάχνω να βρω θέση / χώρο για να ~. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Mην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ. [ιταλ. parcar(e) -ω < γαλλ. parquer· παρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]