Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρκάρισμα το [parkárizma] Ο49 : 1. ελιγμοί τους οποίους κάνει ο οδηγός ενός οχήματος, για να το σταθμεύσει σε ορισμένη θέση: Επιδέξιο ~. Δυσκολεύεται στο ~. 2. στάθμευση οχήματος: Παράνομο ~. Aπαγορεύεται το ~. Xώρος / θέση παρκαρίσματος / για ~.
[παρκάρ(ω) -ισμα]