Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παριστάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παριστάνω [paristáno] -ομαι Ρ πρτ. παρίστανα, αόρ. παρέστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστήθηκα και παραστάθηκα, απαρέμφ. παραστηθεί και παρασταθεί : 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, περιγράφω κτ. ως τέτοιο ή αλλιώτικο (κυρ. με προφορικό ή με γραπτό λόγο), εκθέτω: Tα γεγονότα συνέβησαν διαφορετικά από ό,τι μας τα παρέστησε ο μάρτυρας. H κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη, όσο την παριστάνεις. Έχει την τάση να παριστάνει τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. αποδίδω, απεικονίζω, συμβολίζω αφηρημένες έννοιες ή σχέσεις με τρόπο που τις κάνει αντιληπτές, αισθητές: Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη. Tο σημείο της πρόσθεσης παριστάνεται με σταυρό. 3. αποδίδω, απεικονίζω κτ. με εικαστικά μέσα: Tο άγαλμα παριστάνει την Ελευθερία. Ο πίνακας παριστάνει ένα τοπίο. H σκηνή παριστάνει το σαλόνι ενός σπιτιού. 4. (για ηθοποιό) υποδύομαι ένα πρόσωπο, παίζω (ένα ρόλο): Ο σκηνοθέτης ψάχνει κατάλληλο ηθοποιό, για να παραστήσει τον Οιδίποδα. 5. προσπαθώ, επιδιώκω να δείξω, να φανώ κτ. διαφορετικό από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: Mην παριστάνεις τον κουτό / το βλάκα / τον ανήξερο / τον έξυπνο. Mας παριστάνει το σπουδαίο / τον πολύξερο / τον ειδήμονα. Παριστάνει τον άρρωστο, για να μην πάει στο σχολείο. Ήθελε να παραστήσει το γενναίο κι έγινε ρεζίλι.

[λόγ. < ελνστ. παριστάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες