Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρθενικότητα η [parθenikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του παρθενικού, του παρθένου. 2. (μτφ.) α. η αγνότητα, η αθωότητα. β. η ιδιότητα αυτού που δεν έχει φθαρεί από τη χρήση.
[λόγ. παρθενικ(ός) -ότης > -ότητα]