Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρθενικός -ή -ό [parθenikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται ή ταιριάζει σε παρθένα: ~ υμένας*. Παρθενικές φωνές, κοριτσίστικες. 2. (μτφ.) α. αγνός, αθώος, αμόλυντος: Παρθενική ψυχή / αθωότητα. β. που γίνεται, που συμβαίνει για πρώτη φορά: Tο υπερωκεάνειο «Tιτανικός» βυθίστηκε στο παρθενικό του ταξίδι.
παρθενικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. παρθενικός· 2: σημδ. γαλλ. virginal & αγγλ. virgin]