Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρθένα η [parθéna] Ο25 αρσ. παρθένος [parθénos] Ο18 : 1. γυναίκα που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: H γυναίκα που θα παντρευτώ θέλω να είναι ~. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο πρέπει να είναι παρθένες. || ως προσηγορικό όνομα της Παναγίας: Παναγιά μου Παρθένα! 2. (αρσ.) για άντρα που δεν έχει έρθει ακόμα σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα.
[μσν. παρθένα < ελνστ. παρθέν(η) μεταπλ. -α < αρχ. ἡ παρθέν(ος) μεταπλ. -η· λόγ. < ελνστ. παρθένος ὁ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρθεναγωγείο το [parθenaγojío] Ο39 : σχολείο όπου φοιτούσαν μόνο μαθήτριες.
[λόγ. παρθέν(ος) + -αγωγείον κατά το νηπιαγωγείον]